υδρορρόη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υδρορρόη < αρχαία ελληνική ὑδρορρόη < ὑδρο- + -ρροή < ῤέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υδρορρόη θηλυκό παρωχημένος τύπος της λέξης υδρορροή
- (παρωχημένο) πλαστικά ή μεταλλικά λούκια που τοποθετούνται στην άκρη των κεραμοσκεπών για να συλλέγουν το νερό της βροχής και να το κατευθύνουν σε στέρνα, πηγάδι κτλ.