υμνολογήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
υμνολογήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του υμνολόγηση
- εναλλακτικά: υμνολόγησης
υμνολογήσεως θηλυκό