υπαναπτύξεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
υπαναπτύξεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του υπανάπτυξη
- εναλλακτικά: υπανάπτυξης
υπαναπτύξεως θηλυκό