υπεξαιρέσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
υπεξαιρέσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υπεξαιρώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπεξαιρώ
- θα υπεξαιρέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπεξαιρώ
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
υπεξαιρέσει θηλυκό
- δοτική ενικού του ὑπεξαίρεσις