υπερύψωσε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
υπερύψωσε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος υπερυψώνω
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος υπερυψώνω
υπερύψωσε