υπουργεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
υπουργεύω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη υπουργός
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπουργεύω | υπούργευα | θα υπουργεύω | να υπουργεύω | υπουργεύοντας | |
β' ενικ. | υπουργεύεις | υπούργευες | θα υπουργεύεις | να υπουργεύεις | υπούργευε | |
γ' ενικ. | υπουργεύει | υπούργευε | θα υπουργεύει | να υπουργεύει | ||
α' πληθ. | υπουργεύουμε | υπουργεύαμε | θα υπουργεύουμε | να υπουργεύουμε | ||
β' πληθ. | υπουργεύετε | υπουργεύατε | θα υπουργεύετε | να υπουργεύετε | υπουργεύετε | |
γ' πληθ. | υπουργεύουν(ε) | υπούργευαν υπουργεύαν(ε) |
θα υπουργεύουν(ε) | να υπουργεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπούργευσα | θα υπουργεύσω | να υπουργεύσω | υπουργεύσει | ||
β' ενικ. | υπούργευσες | θα υπουργεύσεις | να υπουργεύσεις | υπούργευσε | ||
γ' ενικ. | υπούργευσε | θα υπουργεύσει | να υπουργεύσει | |||
α' πληθ. | υπουργεύσαμε | θα υπουργεύσουμε | να υπουργεύσουμε | |||
β' πληθ. | υπουργεύσατε | θα υπουργεύσετε | να υπουργεύσετε | υπουργεύστε | ||
γ' πληθ. | υπούργευσαν υπουργεύσαν(ε) |
θα υπουργεύσουν(ε) | να υπουργεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υπουργεύσει | είχα υπουργεύσει | θα έχω υπουργεύσει | να έχω υπουργεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις υπουργεύσει | είχες υπουργεύσει | θα έχεις υπουργεύσει | να έχεις υπουργεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει υπουργεύσει | είχε υπουργεύσει | θα έχει υπουργεύσει | να έχει υπουργεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υπουργεύσει | είχαμε υπουργεύσει | θα έχουμε υπουργεύσει | να έχουμε υπουργεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε υπουργεύσει | είχατε υπουργεύσει | θα έχετε υπουργεύσει | να έχετε υπουργεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υπουργεύσει | είχαν υπουργεύσει | θα έχουν υπουργεύσει | να έχουν υπουργεύσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπουργεύω
|