υποχρεωτικώς
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποχρεωτικώς < (καθαρεύουσα) ὑποχρεωτικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε υποχρεωτικ(ός) + -ώς
Επίρρημα
[επεξεργασία]υποχρεωτικώς θηλυκό
υποχρεωτικώς θηλυκό