φαγωθείτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

φαγωθείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τρώγομαι
  2. θα φαγωθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τρώγομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος τρώγομαι

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

φαγωθείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φαγώνομαι
  2. θα φαγωθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φαγώνομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος φαγώνομαι