φαεσφόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαεσφόρος < φάος + φέρω

Επίθετο[επεξεργασία]

φαεσφόρος,ος,ον (γεν: φαεσφόρου)

  • εἰσόμεσθα λαμπάδων φαεσφόρων φρυκτωριῶν τε καὶ πυρὸς παραλλαγάς, εἴτ᾽ οὖν ἀληθεῖς... : Θα ξέρουμε σύντομα αν είναι αληθινές οι λαμπάδες που φέρουν το φως και οι πυρσοί και οι φλόγες ή αν ... (Αισχ. Αγαμέμνων, 488)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]