φαιοχίτων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαιοχίτων < φαιός + χιτών

Επίθετο[επεξεργασία]

φαιοχίτων

  1. αυτός που φορά γκρίζο ή σκούρο χιτώνα, ο παπάς κ.α.
  2. (μεταφορικά) αποκαλούνται φαιοχίτωνες καί οι μελανοχίτωνες φασίστες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]