φαιοχίτων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φαιοχίτων
- αυτός που φορά γκρίζο ή σκούρο χιτώνα, ο παπάς κ.α.
- (μεταφορικά) αποκαλούνται φαιοχίτωνες καί οι μελανοχίτωνες φασίστες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαιοχίτων
για την ιταλική φασιστική οργάνωση των μελανοχιτώνων |