φαρμακτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

φαρμακτός, -ή, -όν

  1. (για ουσία, φαγητό ή ποτό) δηλητηριασμένος, στον οποίο έχει αναμιχθεί δηλητήριο
  2. δηλητηριώδης