δηλητήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δηλητήριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του αρχαίου ελληνικού επιθέτου δηλητήριος < δηλητήρ < δηλέομαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.li.'ti.ɾi.ɔ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δηλητήριο ουδέτερο
- αυτοκτόνησε πίνοντας δηλητήριο
- οτιδήποτε μπορεί να προκαλέσει σοβαρή σωματική ή ηθική βλάβη
- τα λόγια του ήταν γεμάτα δηλητήριο
- (μεταφορικά) πολύ πικρός στη γεύση
- τι έβαλες στο φαγητό; Είναι σκέτο δηλητήριο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δηλητήριο
|
|