πικρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πικρός < αρχαία ελληνική πικρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peyḱ-
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πικρός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά) που η γεύση του είναι δριμεία και (συχνά) δυσάρεστη
- Μου άφησε μια πικρή γεύση στο στόμα.
- (μεταφορικά) που προκαλεί ή εκφράζει στενοχώρια, λύπη κ.τ.ό.
- Αναγκάστηκε να δεχτεί την πικρή αλήθεια.
- (μεταφορικά) που έχει μια δριμύτητα ή οξύτητα