acide
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
acide (fr) αρσενικό
L'acide chlorhydrique : το υδροχλωρικό οξύ.
Cela a un goût acide : είναι ξινό.