δριμύς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δριμύς | η | δριμεία | το | δριμύ |
γενική | του | δριμύ & δριμέος |
της | δριμείας | του | δριμέος |
αιτιατική | τον | δριμύ | τη | δριμεία | το | δριμύ |
κλητική | δριμύ | δριμεία | δριμύ | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δριμείς | οι | δριμείες | τα | δριμέα |
γενική | των | δριμέων | των | δριμειών | των | δριμέων |
αιτιατική | τους | δριμείς | τις | δριμείες | τα | δριμέα |
κλητική | δριμείς | δριμείες | δριμέα | |||
Κατηγορία όπως «ευθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δριμύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δριμύς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðɾiˈmis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δρι‐μύς
Επίθετο[επεξεργασία]
δριμύς, -εία, -ύ, συγκριτικός : δριμύτερος, υπερθετικός : δριμύτατος
- δυνατός, έντονος
- διαπεραστικός
- (μεταφορικά) έντονος, καυστικός, οξύς
- ↪ δριμεία κριτική
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- «δριμύς» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «δριμύς» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ευθύς' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)