amer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό amer amers
θηλυκό amère amères

amer (fr)

  1. πικρός
  2. (μεταφορικά) οδυνηρός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
amer amers

amer (fr) αρσενικό

  1. σταθερό σημείο μέσα στη θάλασσα ή στην ακτή, ορατό από παντού, που χρησιμεύει σαν σημάδι