amer
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | amer | amers |
θηλυκό | amère | amères |
amer (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
amer | amers |
amer (fr) αρσενικό