δηλητήριον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δηλητήριον τὰ δηλητήρι
      γενική τοῦ δηλητηρίου τῶν δηλητηρίων
      δοτική τῷ δηλητηρί τοῖς δηλητηρίοις
    αιτιατική τὸ δηλητήριον τὰ δηλητήρι
     κλητική ! δηλητήριον δηλητήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δηλητηρίω
γεν-δοτ τοῖν  δηλητηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

δηλητήριον: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δηλητήριος. Εννοείται το ουσιαστικό φάρμακον.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δηλητήριον ουδέτερο

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

δηλητήριον: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

δηλητήριον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του δηλητήριος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δηλητήριος

Πηγές[επεξεργασία]