φιλοκαλῶ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
φιλοκαλῶ
- συνηρημένη μορφή του φιλοκαλέω
- συνηρημένο α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική και υποτακτική του ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος φιλοκαλέω