φιλομαχέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλομαχέω, παρασύνθετο (ελληνιστική κοινή): < αρχαία ελληνική φιλόμαχος
Ρήμα[επεξεργασία]
φιλομαχέω / φιλομαχῶ
- (ελληνιστική κοινή)
- αγαπώ έντονα τις μάχες (στον Πλούταρχο, Ηθτικά, 112b)
- αρέσκομαι ή επιδίδομαι σε λογομαχίες
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- φιλομαχέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φιλομαχέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.