φιρί φιρί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιρί φιρί < τουρκική έκφραση fırıl fırıl (γοργή και διαρκής κίνηση, συνήθως κυκλική)
Επίρρημα[επεξεργασία]
φιρί φιρί
- επίμονα και προκλητικά, όταν κάποιος με τη συμπεριφορά ή τα λόγια του επιδιώκει κάτι που θα έχει αρνητικές συνέπειες, όταν εξωθεί σε κάτι αρνητικό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιρί φιρί