φλίσι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
φλίσι < σακολέβα < σακολαίφη < σαγολαίφεα < σάγος και λαῖφος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φλίσι ουδέτερο
- κοινή (τον περασμένο αιώνα) ονομασία του ιστίου λαίφος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φλίσι
|