φοινικιοῦς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φοινικιοῦς, φοινικιοῦσσα, φοινικοῦν και φοινικοῦς,φοινικῆ, φοινικοῦν
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- φοινικόεις, φοινικόεσσα, φοινικόεν
- φοῖνιξ (ως επίθετο),με θηλυκό φοίνισσα
- φοινήεις, φοινήεσσα (αν είναι όντως κοινή η ρίζα με το φοινός : το κόκκινο του αίματος <φόνος)
- φοίνιος,α,ον : ο αιματώδης