φοίνιξ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φοίνιξ < αρχαία ελληνική φοῖνιξ

Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φοίνιξ αρσενικό
- λέξη της καθαρεύουσας, που σημαίνει το δέντρο της φοινικιάς, τον φοίνικα, το φοινικόδεντρο
- όνομα του μυθικού πουλιού που αναγεννιέται από τις στάχτες του και απαντάται σε πολλούς πολιτισμούς του κοσμου με διάφορες ονομασίες. Στην Ελλάδα το περιέγραψε πρώτος ο Ησίοδος και μετά ο Ηρόδοτος
- νόμισμα της νεότερης Ελλάδας σε ισχύ από το 1828 μέχρι το 1832. Το μεταλλικό νόμισμα έφερε το αποτύπωμα του μυθικού πουλιού που αναγεννάτο από την τέφρα του.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Φοίνικας, το νόμισμα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φοίνιξ
→ δείτε τη λέξη φοίνικας |