φουαγέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φουαγέ < → δείτε τη λέξη φουαγιέ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fu.aˈʝe/ (όπως το φουαγιέ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φουαγέ ουδέτερο άκλιτο

  • άλλη γραφή του φουαγιέ
    ※  Από τις 14 Οκτωβρίου και μέχρι 18 Μαρτίου 2018 το μονολιθικής, φυσικής ομορφιάς γλυπτό 11 μέτρων έβγαλε ρίζες στο φουαγέ του κτιρίου δίνοντας την ευκαιρία σε όλους τους επισκέπτες του πολιτιστικού κέντρου να το θαυμάσουν και να προβληματιστούν. (efsyn.gr)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]