φρασεολόγιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φρασεολόγιον, -ου ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το φρασεολόγιο
- ↪ ἐμπορικόν φρασεολόγιον, λεξιλόγιον καὶ φρασεολόγιον τῆς ... διαλέκτου