φυλάκισε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
φυλάκισε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος φυλακίζω
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος φυλακίζω
φυλάκισε