φυσίγγιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυσίγγιον < ελληνιστική κοινή φῦσιγξ, φυσιγγ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φυσίγγιον ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]