φυσικό δάσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
φυσικό δάσος ουδέτερο
- το δάσος που κάποτε ήταν παρθένο δάσος αλλά ο άνθρωπος το χρησιμοποίησε για να καλύψει τις ανάγκες του