φωτογράφισε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
φωτογράφισε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος φωτογραφίζω
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος φωτογραφίζω