φωτογραφήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]φωτογραφήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του φωτογράφηση
- εναλλακτικά: φωτογράφησης
φωτογραφήσεως θηλυκό