φωτοκαταλύσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]φωτοκαταλύσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του φωτοκατάλυση
- εναλλακτικά: φωτοκατάλυσης
φωτοκαταλύσεως θηλυκό