φ.
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Από το αρχικό της λέξης : φύλλο
Προφορά
[επεξεργασία]Συντομομορφή
[επεξεργασία]- (βιβλιογραφική παραπομπή) φύλλο (εννοείται χειρογράφου). Ακολουθεί ο αριθμός του φύλλου.
- (βιβλιογραφική παραπομπή) φύλλο (εννοείται εφημερίδας). Ακολουθεί ο αριθμός ή η ημερομηνία του φύλλου.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φ.
|