χαράτσωσε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

χαράτσωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος χαρατσώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος χαρατσώνω