Μετάβαση στο περιεχόμενο

χαρούμενα

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

χαρούμενα < χαρούμενος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

χαρούμενα

  • με χαρούμενο τρόπο, δείχνοντας χαρά
    ο παππούς και ο εγγονός έπαιζαν μπάλα χαρούμενα στην αυλή

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]