χαρτεπικολλήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]χαρτεπικολλήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του χαρτεπικόλληση
- εναλλακτικά: χαρτεπικόλλησης
χαρτεπικολλήσεως θηλυκό