χειμωγκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ποντιακά (pnt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χειμωγκός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χειμωγκός αρσενικό

  • (εποχή) ο χειμώνας
    ※  Αρ' έρθεν και ο χειμωγκός, το κρύον και τα χιόνια / χιονίζ', φυσά και βουρκανίζ' και τα νερά παγών'νε (οι πρώτοι στίχοι από το δημώδες άσμα «Ο χειμωγκός», στο: Δημήτριος Κ. Παπαδόπουλος, «Έθιμα και δοξασίαι του χωρίου Σταυρίν», Αρχείον Πόντου 21 (1956), σσ. 108-109)