χειρόδεικτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χειρόδεικτος < χείρ + δείκνυμι

Επίθετο[επεξεργασία]

χειρόδεικτος, ος, όν
οὐκέτι τὸν ἄθικτον εἶμι γᾶς ἐπ᾽ ὀμφαλὸν σέβων, οὐδ᾽ ἐς τὸν Ἀβαῖσι ναὸν οὐδὲ τὰν Ὀλυμπίαν,εἰ μὴ τάδε χειρόδεικτα πᾶσιν ἁρμόσει βροτοῖς.