χναυρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χναυρός < χναύω

Επίθετο[επεξεργασία]

χναυρός

και πλευρά δελφάκει' ἐξανθισμένα χναυρότατα  : και χοιρινά παϊδάκια ψητά, νοστιμότατα (Φερεκράτης, στο "Μεταλλεῦσι")

Συγγενικά[επεξεργασία]