χναύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
χναύω
- ξύνω, κόβω (ένα κομμάτι), δαγκάνω, τσιμπολογώ, τρώω λίγο
- καί ἀνθρακιᾶς ἄπο θερμὰ χναύειν βρύκειν κρεοκοπεῖν μέλη ξένων δασυμάλλῳ ἐν αἰγίδι (Ευριπ.)
- ...ᾠῶν ἑκατόμβη: πάντα ταῦτ᾽ ἐχναύομεν. ᾠῶν δὲ ῥοφητῶν μνημονεύει Νικόμαχος (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί)
- χναύει: λαμβάνει, κνίζει,
- χναύεται περικνίζεται (τισμπολογάει) λαμβάνει
- χναύων περικνίζων, περιτίλλων (κόβω κομμάτι) -τρεις ορισμοί του Ησύχιου)