χναύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χναύω < θέμα χν ίσως λέξη ομόρριζη των κνάω και κναίω, κνήθω κνίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

χναύω

  1. ξύνω, κόβω (ένα κομμάτι), δαγκάνω, τσιμπολογώ, τρώω λίγο
    καί ἀνθρακιᾶς ἄπο θερμὰ χναύειν βρύκειν κρεοκοπεῖν μέλη ξένων δασυμάλλῳ ἐν αἰγίδι (Ευριπ.)
    ...ᾠῶν ἑκατόμβη: πάντα ταῦτ᾽ ἐχναύομεν. ᾠῶν δὲ ῥοφητῶν μνημονεύει Νικόμαχος (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί)
    χναύει: λαμβάνει, κνίζει,
    χναύεται περικνίζεται (τισμπολογάει) λαμβάνει
    χναύων περικνίζων, περιτίλλων (κόβω κομμάτι) -τρεις ορισμοί του Ησύχιου)

Συγγενικά[επεξεργασία]