χρηματόγραφο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρηματόγραφο ουδέτερο
- παλιότερη, παρωχημένη λέξη για το χρεώγραφο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρηματόγραφο
|