χρηστηριάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χρηστηριάζω < χρηστήριον ή από το χρηστηριάζομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
χρηστηριάζω
- χρησμοδοτώ, δίνω χρησμό
- χρηστηριάζομαι: ζητώ χρησμό, συμβουλεύομαι