χρηστήριον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρηστήριον < επίθετο χρηστήριος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χρηστήριον ουδέτερο

  1. ο χώρος του μαντείου, η έδρα του
  2. ο χρησμός, η απόκριση ή κάποια διακήρυξη του μαντείου
  3. η προσφορά προς το μαντείο, το δώρο, η θυσία, το θύμα