χρωμάτισε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
χρωμάτισε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος χρωματίζω
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος χρωματίζω
χρωμάτισε