χρωματισμοί
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]χρωματισμοί αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του χρωματισμός
- για τους μουσικούς χρωματισμούς → δείτε τη λέξη χρωματισμός