χρωματογραφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χρωματογραφώ < χρωματογράφος +

χρωματογραφώ

  1. (χημεία) εφαρμόζω χρωματογραφία
  2. (σπάνιο) αποδίδω πιστά τα χρώματα σε ζωγραφική απεικόνιση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]