χωλοποιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
χωλοποιός, ός, όν
- για τον Ευριπίδη, επειδή συχνά ανέβαζε στη σκηνή χωλούς ήρωες ή ηθοποιούς