χωλότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χωλότης < χωλεύω ή χωλαίνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χωλότης θηλυκό

  • η αναπηρία στο πόδι, η αδυναμία χρήσης του ενός ποδιού