ψάμμινος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψάμμινος < ψάμμος

Επίθετο[επεξεργασία]

ψάμμινος, -ος, -ον

  1. ο αμμώδης
  2. αυτός που είναι από άμμο

Συγγενικά[επεξεργασία]