ψαρεύω σε θολά νερά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις ψαρεύω, θολά και νερά

Έκφραση[επεξεργασία]

ψαρεύω σε θολά νερά

  1. λέγεται γενικά σε περιπτώσεις αμφίβολης ανεύρεσης κάποιων στοιχείων
  2. (μεταφορικά) ψάχνω σε περίεργες ή παράνομες καταστάσεις

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]