ψευδαμάμαξυς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψευδαμάμαξυς < ψευδής + ἁμάμαξυς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψευδαμάμαξυς-υος και -υδοςθηλυκό

  • είδος σταφυλιού, αμπελιού που δεν ήταν καλό ή γνήσιο