ψευδαμάμαξυς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψευδαμάμαξυς-υος και -υδοςθηλυκό
- είδος σταφυλιού, αμπελιού που δεν ήταν καλό ή γνήσιο
ψευδαμάμαξυς-υος και -υδοςθηλυκό